Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀταρβέι — ἀταρβέϊ , ἀταρβής fearless dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαφώ — ἐπαφῶ, άω (Α) ψηλαφώ, πιάνω μαλακά, αγγίζω ελαφρά («ἐπαφῶν ἀταρβεῑ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφώ «εγγίζω, ψαύω»] … Dictionary of Greek